- μελετηρότητα
- η [μελετηρός]η ιδιότητα τού μελετηρού, το να δείχνει κάποιος πολλή αγάπη για το διάβασμα, φιλομάθεια, επιμέλεια («την επιτυχία του στο σχολείο τήν οφείλει στη μελετηρότητα που τόν διακρίνει»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.